εὐθύγραμμος — rectilinear figure masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθύγραμμος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται ή κινείται σε ευθεία γραμμή: Ευθύγραμμη κίνηση. 2. αυτός που αποτελείται από ευθείες γραμμές: Ευθύγραμμο σχήμα. 3. φρ., «ευθύγραμμη γεωμετρία», η γεωμετρία που μελετά τα ευθύγραμμα σχήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐθύγραμμον — εὐθύγραμμος rectilinear figure masc/fem acc sg εὐθύγραμμος rectilinear figure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκός — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… … Dictionary of Greek
δόκος — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… … Dictionary of Greek
ευθυγραμμίζω — [ευθύγραμμος] φέρω ή τοποθετώ πρόσωπα ή πράγματα σε ευθεία γραμμή («ευθυγραμμίζω τον δρόμο») … Dictionary of Greek
ευθυγραμμώ — [ευθύγραμμος] ευθυγραμμίζω … Dictionary of Greek
εὐθυγράμμοις — εὐθύγραμμος rectilinear figure masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυγράμμου — εὐθύγραμμος rectilinear figure masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυγράμμους — εὐθύγραμμος rectilinear figure masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)