ευθύγραμμος

ευθύγραμμος
-η, -ο (ΑΜ εὐθύγραμμος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται ή κινείται σε ευθεία γραμμή («εὐθύγραμμος κίνησις» — η κίνηση που γίνεται σε ευθεία γραμμή, Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ευθύγραμμο (με ή χωρίς τη λέξη σχήμα)
σχήμα που αποτελείται από ευθείες γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ-* + -γραμ-μος (< γραμ-μή < γράφ-ω)
πρβλ. καμπυλό-γραμμος, παραλληλό-γραμμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὐθύγραμμος — rectilinear figure masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθύγραμμος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται ή κινείται σε ευθεία γραμμή: Ευθύγραμμη κίνηση. 2. αυτός που αποτελείται από ευθείες γραμμές: Ευθύγραμμο σχήμα. 3. φρ., «ευθύγραμμη γεωμετρία», η γεωμετρία που μελετά τα ευθύγραμμα σχήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐθύγραμμον — εὐθύγραμμος rectilinear figure masc/fem acc sg εὐθύγραμμος rectilinear figure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκός — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… …   Dictionary of Greek

  • δόκος — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… …   Dictionary of Greek

  • ευθυγραμμίζω — [ευθύγραμμος] φέρω ή τοποθετώ πρόσωπα ή πράγματα σε ευθεία γραμμή («ευθυγραμμίζω τον δρόμο») …   Dictionary of Greek

  • ευθυγραμμώ — [ευθύγραμμος] ευθυγραμμίζω …   Dictionary of Greek

  • εὐθυγράμμοις — εὐθύγραμμος rectilinear figure masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυγράμμου — εὐθύγραμμος rectilinear figure masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυγράμμους — εὐθύγραμμος rectilinear figure masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”